οργανοσκοπία

οργανοσκοπία
η
εξέταση και προσδιορισμός τής κατάστασης τών εσωτερικών οργάνων τού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. organoscopy (< όργανο + -σκοπία < -σκοπος < σκοπώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οργανοσκοπικός — ή, ό [οργανοσκοπία] αυτός που αναφέρεται στην οργανοσκοπία. επίρρ... οργανοσκοπικώς και ά με οργανοσκοπικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • όργανο — το (ΑΜ ὄργανον) 1. κάθε φυσικό ή τεχνητό μέσο που χρησιμεύει για παραγωγή έργου, σύνεργο 2. καθένα από τα αυτοτελή μέρη τού οργανισμού ζώων και φυτών το οποίο επιτελεί συγκεκριμένη λειτουργία (α. «αναπνευστικά όργανα» β. «ὄργανα πρὸς ἐργασίαν τῆς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”